Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

ΖΗΝΑ ΚΑΝΘΕΡ ΝΤΕ ΤΥΡΑΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΞΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ 

Βιογραφικρό βιογραφικό
Η Ζήνα Κάνθερ γεννήθηκε στην Ταλα της Πάφου. Γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για ελευθερία, πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση. Πίστευε ότι ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, γι’ αυτό και έζησε με μεγάλη ένταση. Ο τρόπος ζωης της για την εποχή και τα δεδομένα της Κύπρου κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την κατατάσσει σύμβολο του φεμινισμού που αγωνίστηκε ως χειραφετημένη γυναίκα για να αποχτήσει το δικαίωμα μιας καλύτερης ζωης. Αλλά και η στενή συνεργασία της με τον αρχηγό της οργάνωσης Διγενή, φανέρωσε τον δυναμισμό που την διακατείχε.
Το όνειρο της από μικρή να καταξιωθεί στην Κυπριακή κοινωνία ως άνθρωπος της προσφοράς, το πέτυχε ανά το πανελλήνιο ως μεγάλη ευεργέτης. Κατάφερε να αναρρηχιθεί τα σκαλοπάτια της επιτυχίας και να γίνει μια από τις πλουσιότερες γυναίκες. Της αποδόθηκε ο τίτλος της πριγκίπισσας και εν ζωή τιμήθηκε δεόντως για τη μεγάλη προσφορά της. Θυσίασε απίστευτα ποσά χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για έργα κοινής ωφέλειες, που άλλος ανά τους αιώνες σε τόσο μεγάλο βαθμό,  δεν έκαμε.
Στη κοινότητα της Χλώρακας που για ιδιαίτερους λόγους έτρεφε μεγάλη αγάπη, έδωσε τα περισσότερα. Μετέτρεψε σε δρόμους τα άλλοτε μονοπάτια, διάνοιξε καινούργιο οδικό δίχτυο και μετέτρεψε το μικρό ασήμαντο χωριό σε μοντέρνα κοινότητα. Έκτισε την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έργο τέχνης που κοσμεί το παραλιακό μέτωπο στην άκρη της θάλασσας, και βοήθησε στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού που χάλασε στο σεισμό το ’53. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έδωσε υποτροφίες σε άπορους μαθητές, και βοήθησε φτωχές οικογένειες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Τα μουλάρια ήταν πολύ απαραίτητα την εποχή του Μεσοπολέμου, γιατί οι Κύπριοι κάτοικοι ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία και όλες οι εργασίες διεκπεραιώνονταν με τη βοήθεια τους. Ήταν εποχές δύσκολες που δεν υπήρχαν δουλειές και οι καλλιέργειες των αγρών επέφεραν πενιχρά έσοδα που δεν αρκούσαν για τους τοκογλύφους που  απομυζούσαν τους ανθρώπους, κατά συνέπεια δεν περίσσευαν για τη διατροφή τους. Εκποιήσεις περιουσιών και αναγκαστικές δια πλειστηριασμού πωλήσεις ακινήτων γίνονταν καθημερινά, ακόμα και από τα σπίτια στα οποία διέμεναν αναγκάζονταν είτε να μεταναστεύουν, είτε να γίνονται είλωτες με πολύ χαμηλά ημερομίσθια στα κτήματα άλλων, ενώ πολλοί κατέφευγαν σε σκληρότατη εργασία στα μεταλλεία απ' όπου αφυπηρετούσαν με ανεπανόρθωτα κλονισμένη την υγεία τους. Χωρίς εξαίρεση, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου δυσπραγούσαν και διαβιούσαν υπό μεγάλης στέρησης και ανέχειας.  
Μέσα σε αυτή την οικονομική ανέχεια και στους πολύ σκοτεινούς καιρούς, στο χωριό της Τάλας ζούσε με την οικογένεια  του ένας άνθρωπος, σκληροτράχηλος και κακός πού είχε έναν άππαρο επιβήτορα και τον περιέφερνε στα γύρω χωριά χρησιμοποιώντας τον επί πληρωμή για αναπαραγωγή ημιόνων. Είχε γυναίκα με τρεις κόρες και ένα γιό, που όποτε τους θυμόταν τους επισκεπτόταν, καμιά όμως οικονομική βοήθεια δεν τους πρόσφερνε, και από πάνω τους καταπίεζε και τους έδερνε.
Ζούσαν σε ένα μικρό ρημαγμένο  σπιτάκι μιας κάμαρας έτοιμο να καταρρεύσει, που ήταν κτισμένο στην πιο μακρινή άκρη του χωριού. Οι τοίχοι στέκονταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστούν. Το νερό εισχωρούσε από την πρόχειρη στέγη που ήταν ανίκανη να κρατήσει τη βροχή και τους αέρηδες μακριά, ενώ η αυλή γύρω του σπιτιού και αυτή έρημη, έδειχνε ακόμα χειρότερη τη ρημαγμένη του όψη. Μέσα στη μικρή κάμαρη που κατοικούσε η φτωχή οικογένεια,  είχαν μαζί τους και μια κατσίκα που την είχαν για να παίρνουν το γάλα της παρόλο που δεν αρκούσε για να τους θρέψει όλους, αλλά ήταν φανερό ότι ήταν το μόνο πράγμα που τους προστάτευε από την απόλυτη και έσχατη δυστυχία. Αναμφίβολα ήταν η πιο φτωχή οικογένεια. 
Ήταν ένα φρικτό μέρος και υπήρχε πλήρης εγκατάλειψη, το ερώτημα ήταν γιατί άντεχαν και έμεναν εκεί, γιατί δεν εγκατέλειπαν. Τι τους κρατούσε εκεί;
Ήταν φανερό, ήταν ο φόβος και η ψυχολογική καταπίεση που εξασκούσε πάνω τους ο σκληρός φαμελιάρης. Ήταν μπεκρής και όποτε ήταν μεθυσμένος του έφταιγαν οι ανθρώποι, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τα βάλει με όλο τον κόσμο, ξεσπούσε στη γυναίκα και στα παιδιά του δέρνοντας τους με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε σαν καμουτσίκι για το άλογο του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η οικονομική κατάσταση στην Κύπρο πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν άθλια για πάρα πολλούς. Ένας μεγάλος αριθμός από Κυπρίους κατετάγησαν υπό της Αγγλικής σημαίας ως εθελοντές, επειδή στο Βρετανικό στρατό μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Πολλοί απο αυτούς κατετάγησαν μαζί με τα μουλάρια τους και πήραν μέρος ως ημιονηγοί στις σκληρότερες από τις συγκρούσεις του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και πολέμησαν απλώς επειδή έτσι μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί στις οικογένειάς τους. Υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι εθελοντές που κατετάγησαν και αγωνίστηκαν κατά του ναζισμού και του φασισμού επειδή πίστευαν στην ελευθερία και στην ιερότητα εκείνου του αγώνα, όμως υπάρχει και η αλήθεια ότι ο μεγαλύτερος αριθμός εθελοντών αναζήτησε στα πεδία των μαχών τον τρόπο για να ζήσει την οικογένειά του.
Ανάμεσα σε αυτούς τους εθελοντές ο κακός φαμελιάρης από την Τάλα κατετάγη και έφυγε με το άλογο του. Κατετάγη στο Κυπριακό Σύνταγμα και στάλθηκε στην Ελλάδα πριν τη γερμανική εισβολή. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας για τη διάνοιξη οδικών και οχυρωματικών έργων, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιήθησαν ως ημιονηγοί για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών. Μετα τη Γερμανική προέλαση, εκατοντάδες από αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη κατά τη συμμαχική υποχώρηση.
Από εκείνο τον καιρό χάθηκαν τα ίχνη του χωρίς κανένας να ξανακούσει γι αυτόν. Το φευγιό του δεν άφησε πίσω του σημάδια και λύπες, ούτε τα μέλη της οικογένειας του στεναχωρέθησαν, παρά μάλλον ένιωσαν ανακούφιση, γιατί πλέον θα έμεναν στη φτώχεια τους χωρίς την καταπίεση του και τους ξυλοδαρμούς του.
Στο χωριό της Τάλας επικρατούσε μεγαλύτερη φτώχεια παρά αλλού, διότι ήταν κτισμένο πάνω στην πλαγιά του βουνού του Αγίου Νεοφύτου. Δεν υπήρχαν αγροί για να τους καλλιεργήσουν, οι άνθρωποι είχαν σαν ενασχόληση τα κοπάδια, τα αμπέλια και το μάζεμα τερατσιών. Στα κοπάδια η φτωχή γυναίκα με τα παιδιά της δεν μπορούσαν να απασχοληθούν, το μάζεμα των σταφελιών και των τερατσιών ήταν εποχιακή περίοδος απασχόλησης, έτσι τα πράγματα γι αυτούς ήταν δύσκολα.
Μια από τις κόρες της η Ζήνα, μόλις 14 χρονών ήταν ώριμη και καπάτσα, με μυαλό αρσενικού  και τολμηρή.
-Ατε μάνα, της είπε μια φορά, εδώ στον τόπο μας δεν έχουμε μέλλον, να πάμε κάτω στην πόλη να δουλέψουμε να φάμε και μείς κάνα κομμάτι ψωμί.
Και έτσι έγινε, έφυγαν. Η φτωχή οικογένεια έπρεπε να αντιμετωπίσει μια αβέβαιη ζωή γεμάτη δυσκολίες και την πιθανότητα μιας ακόμη μεγαλύτερης μιζέριας, αλλά αφού δεν είχαν κάτι καλό να χάσουν, δεν ήταν δύσκολη η απόφαση τους.
Μάζεψαν τα πράγματα τους και με την κατσίκα τους περπατητές, κατέβηκαν στην Χλώρακα όπου αναζήτησαν δουλειά στα χωράφια. Η μάνα με τα άλλα παιδιά βρήκαν εργασία στα κτήματα του Κωστή του Κόμπου που ήσαν λίγο έξω από τη Χλώρακα και λίγο πριν την πόλη του Κτημάτου, ενώ η Ζήνα έπιασε δουλειά σαν παιδί για τα θελήματα και όλες τις άλλες δουλειές σε ένα οίκο ευγηρίας στην πόλη της Πάφου. Έμενε με την υπόλοιπη οικογένεια της σε ένα μικρό καλυβάκι δίπλα στα χωράφια που τους παραχώρησε το καινούργιο αφεντικό, και κάθε πρωί περπατητή, πήγαινε στη δουλειά της.
Η εργασία στα κτήματα ήταν σκληρή, δύσκολη και πολύωρη. Αν και ειχαν προσληφθεί σαν μισταρκοί, εντούτοις ο αφέντης τους ο Κωστής ο Κόμπος τους συμπεριφερόταν καλά.
Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες συνήθως τους φέρνονταν σκληρά και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοί δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφεραν τη σοδειά με άμαξες.
Παρ όλα αυτά όμως, τα μέλη της φτωχής οικογένειας ένιωθαν ευχαριστημένοι. Τα παιδιά των δυο οικογενειών έδεσαν μεταξύ τους και ταίριαξαν, συνδέθησαν και ενωμένοι και αγαπημένοι ζούσαν αρμονικά.
Έτσι ο καιρός περνούσε καλά και ευχάριστα για τη φτωχή οικογένεια από την Τάλα. Βρήκαν στο καινούργιο τόπο καταφύγιο και πνευματική γαλήνη και ηρεμία, βρήκε ανάπαυση το μυαλό τους και ηρεμία η ψυχή τους. Έπαυσαν να αισθάνονται την καταπίεση του αφέντη, έπαυσαν να σκέφτονται τι θα φάνε την σήμερον και την επαύριον. Δεν φοβήθηκαν την σκληρή δουλειά, παρα μόνον ευχαριστημένες δούλευαν περισσότερο, ήθελαν με αυτό τον τρόπο να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στους ανθρώπους που τους έδειξαν συμπόνια, ήθελαν να ανταποδώσουν το καλό που τους έκαμαν, ήθελαν να δείξουν τις ευχαριστίες τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Εκεί στη γειτονιά, σε μια γωνιά του δρόμου μετά τον οίκο ευγηρίας, ήταν ένα ψαράδικο που δούλευε υπάλληλος ένας ωραίος νέος. Κάποια μέρα ένα πρωινό που δεν είχε πελάτες, καθόταν έξω στην αυλή σε μια τόνενη καρέκλα και λιαζόταν απολαμβάνοντας την χειμωνιάτικη καλοκαιρία που είχε εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος του τύφλωνε τα μάτια και νωχελικά χασμουριόταν έτοιμος να αποκοιμηθεί. Τα μάτια τα είχε κλειστά, αλλά κάπου κάπου τα μισάνοιγε και παρατηρούσε μην ήρχετο κανένας πελάτης. Πέρασε η ώρα, κόντευε μεσημέρι, ώσπου ξάφνου σε ένα ανοιγόκλειμα των ματιών του, είδε ομπρός του μιαν όμορφη μορφή με πελώρια μπιρμπιλωτά μάτια, που νόμισε ότι στον ύπνο του έβλεπε την αγγελική μορφή καποιανού πανέμορφου αγγέλου. Έστεκε και την κοίταζε, το ίδιο έστεκε και τον κοίταζε η κοπέλα. Δεν μιλούσαν,  ένιωθαν και οι δυο ξαφνιασμένοι, μιλούσαν μόνο τα μάτια τους και η έκφραση τους. Η έλξη που ένιωσαν ανάμεσα τους ήταν πολύ δυνατή, και ο έρωτας κεραυνοβόλος. Μίλησαν οι καρδιές τους, δεν χρειάστηκε να πουν τίποτε άλλο.
Η Ζήνα λοιπόν, αγάπησε αυτόν τον νέο και τα έφτιαξε μαζί του. Ήταν όμως μικρούλα και ο κόσμος θα τους κατέκρινε, ούτε η μάνα της σίγουρα θα το ανεχόταν, έτσι ύστερα που πέρασε κάποιος καιρός, κλέφτηκαν και μετοίκησαν στη Λεμεσό. Νοίκιασε ο νέος ένα σπίτι και την σπίτωσε, και ο ίδιος βρήκε δουλειά σε ένα ψαροπολείο. Ζούσαν φτωχικά και μετά βίας, αλλά είχαν την αγάπη τους.
Ύστερα από κάμποσο καιρό όμως, μέσα στη δύσκολη ζωή τους και τη δυστυχία τους από τη φτώχεια τους, τα μελώματα και οι αγάπες πέρασαν, και ο αγαπητικός αποδείχτηκε ένας κακός άνθρωπος σαν τον πατέρα της που της φώναζε, την παραμελούσε και της φερόταν ως αφέντης σε δούλα ενώ ο ίδιος κάθε νύχτα ξενυχτούσε σε καταγώγια και ύποπτα μαγαζιά. Αυτή ύστερα από τη βασανισμένη ζωή που είχε εξ αιτίας του κακού πατέρα της, αισθανόταν την ανάγκη να την αγαπούν, να τη  φροντίζουν, να τη σέβονται και να την καταλαβαίνουν. Αντί τούτου, ο τρόπος που της φερόταν ήταν απαράδεκτος και νόμιζε την είχε σίγουρη και δεδομένη.
Η Ζήνα αυτή του την αλαζονεία και την υπεροψία δεν την άντεχε, ούτε ήταν διατεθειμένη να τον ανεχτεί. Έτσι μια μέρα ετοίμασε τα μπαγκάζια της έτοιμη να τον εγκαταλείψει, να πάει πίσω στη μάνα της και στην αδερφή της και στην καλή οικογένεια που τους φιλοξενούσε και τους εργοδοτούσε και τους έδειχνε σεβασμό και αγάπη.
Δεν ένοιωσε δισταγμό, ήταν μια δυναμική γυναίκα και ένιωσε μέσα της να ηρεμεί ύστερα από την απόφαση της. Είχε σκοπό να μην αφήσει κανένα να την ξαναπληγώσει, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να ξαναβρεθεί στην ίδια κακή μοίρα και στην ίδια παλιοζωή που έζησε εκείνους τους καιρούς στο χωριό της στην Τάλα, τουλάχιστον αν αυτό θα ήταν στο χέρι της.
Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων ομως, άλλα δε Θεός κελεύει.
Εκείνη την ημέρα έβαλε τα καλά της και κάλεσε ένα ταξί να την μεταφέρει στη πλατεία που ήταν το λεωφορείο της γραμμής Λεμεσού – Πάφου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα και κάθισε, και πρόσταξε τον οδηγό να ξεκινήσει. Μόλις έγειρε τη ράχη της στο κάθισμα, ένιωσε μια ζαλάδα και μια ναυτία. Ένας φόβος την κυρίευσε, σκοτεινές σκέψεις την έζωσαν και μια ανυσηχια την πλάκωσε. Φοβισμένη για αυτό που υποπτευότανε, παρακαλούσε να μην είναι. Έκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας να ήταν από την κούραση και θα της περνούσε. Αλλά θέλοντας να υσηχασει από την αμφιβολία της, παρακάλεσε τον ταξιτζή να την πάρει σε ένα γιατρό.
Δυστυχώς ο γιατρός της είπε ότι ήταν έγκυος.
Ήταν ένα καρτέρεμα αναπάντεχο που της έφερε τα πάνω κάτω, ένα κακό που την βρήκε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωης της, στη συγκυρία εκείνης της δύσκολης απόφασης να εγκαταλείψει το σύντροφο της. Η κατάσταση άλλαξε και ανατράπηκε, η απόφαση του φευγιού της ίσως έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Γεμάτη απελπισία και φόβο έμεινε καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και διέταξε τον ταξιτζή να κάνει βόλτες μέσα στην πόλη, ενώ με τις σκέψεις να της τριβελίζουν το κούτελο προσπαθούσε να συνταιριάξει το ανακάτεμα και να αποφασίσει τι να κάμει, να φύγει ή να μείνει.
Δεν τόλμησε να τον εγκαταλείψει. Εκείνους τους καιρούς δεν ήταν εύκολο εγχείρημα μια μάνα να έχει μούλικο, ο κόσμος δεν ανεχόταν αυτά τα πράγματα. Έβγαλε από το νου της το φευγιό και πήρε μια μεγάλη απόφαση. Θα έμενε να γεννήσει το μωρό της, έπρεπε το δικό της παιδί να έχει ρίζες, να ανήκει σε οικογενεια. Νίκησε το μητρικό της ένστικτο.
Γύρισε στο σπίτι, ξεπακέταρε τα πράγματα της και κάθισε να τον περιμένει για να του αναφέρει τα «καλά» μαντάτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Έτσι επέλεξε την υποταγή και τη μιζέρια, ξέχασε τα όνειρα της και έμεινε στο φτωχικό σπιτάκι να γεννήσει το παιδί της. Ξενοδούλευε όπου έβρισκε δουλειά, καθάριζε σπίτια, καμιά φορά δούλευε στις οικοδομές. Ο σύντροφος της τα είχε φορτώσει όλα στο ράφι, έμπαινε σπίτι όποτε ήθελε, δεν έδινε λογαριασμό, ούτε ενδιαφερόταν αν στο σπίτι υπήρχε φαγητό. Η θέση της ήταν απελπιστική. Δούλευε σκληρά και πικρό ήταν το μεροκάματο, πικρό και το ψωμί που έτρωγε. Αφόρητη η ζωή της, μέρα γλυκιά δεν χάρηκε. Η απελπισία όμως δεν την πήρε, η κούραση δεν την ένοιαζε.
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο καιρός πέρασε και γέννησε το γιο της. Τον ανέθρεφε με βάσανα και στερήσεις. Σκεφτόταν συνέχεια με ποιό τρόπο θα απαλλασσόταν απο τον μπεκρή και κατ εξακολόυθηση άνεργο πλέον σύντροφο της, χωρίς όμως επακόλουθα στο παιδί της. Δεν εύρισκε τέτοιο τρόπο, αλλά η σκέψη δεν της έφευγε από το μυαλό.
Τελικά βρήκε μια καλή δουλειά που την ευχαριστούσε. Για δυο χρόνια δούλεψε σε κλινική. Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή και τη δουλειά της. Έβλεπε μ' εμπιστοσύνη το μέλλον. Ήταν βέβαιη ότι είχε κατασταλάξει, είχαν αλαφρύνει τα βάσανα της, δεν θα είχε πλέον τοσες στεναχώριες και πίκρες. Ζούσε με το παιδί της με κάπως καλύτερη οικονομική άνεση, με τον σύντροφο της απλά συγκατοικούσε, δεν είχαν σχέσεις συζυγικές, ούτε και συναναστροφικές.
Εκείνοι οι καιροί ήταν δύσκολοι οικονομικά, όσο και πολιτικά γιατί είχε αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών. Η Ζήνα εντάχτηκε στις τάξεις των αγωνιστών και με όλα τα μέσα βοηθούσε την οργάνωση προσφέροντας ποικίλες υπηρεσίες. Λάμβανε μέρος στη διανομή προκυρήξεων και στη μεταφορά ή απόκρυψη οπλισμού. Ακόμα δούλεψε στο τμήμα πληροφοριών της οργάνωσης. Καθώς ήξερε Εγγλέζικα, έκανε παρέα με Εγγλέζους, και χρησιμοποιώντας την ομορφιά της ως δόλωμα και χωρίς να κινεί υποψίες, αποσπούσε πληροφορίες χρήσιμες για τον αγώνα.
Κάποιο βράδυ φεύγοντας από την κλινική λίγο παρακάτω σε ένα στενό δρομάκι, άκουσε οιμογές να έρχονται πίσω από ένα χαμηλό τοιχάκι. Χωρίς να σκεφτεί φόβο, πλησίασε και αντίκρισε έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος λουσμένο σε αίματα. Ήταν ένας άγνωστος μοιαστός με Εγγλέζο που κάποιοι τον χτύπησαν είτε από πατριωτισμό, είτε  να τον ληστέψουν, σκέφτηκε. Τον βοήθησε χωρίς να σκεφτεί ότι είναι εχθρός. Του μίλησε Εγγλέζικα, και αυτός της ζήτησε να τον βοηθήσει. Υποβαστάζοντας τον, με δυσκολία τον μετέφερε στην κλινική και τον περιέθαλψε. Ήταν χτυπημένος και μεθυσμένος. Έδειχνε αλκοολικός, ίσως να έπεσε μόνος του και χτύπησε. Τον κράτησαν στην κλινική για περίθαλψη. Την άλλη μέρα έδωσε αναφορά στην οργάνωση, και έλαβε διαταγή να τον έχει από κοντά διερευνώντας εάν είχε σχέση με τον εχθρό ώστε να του αποσπάσει πληροφορίες.
Με αυτό τον τρόπο τον κόντεψε και γνώρισε ότι ήταν ένας πλούσιος Αμερικάνος, αλλά πάνω από όλα ένας καλός και ευγενικός άνθρωπος.
Με αυτή τη γνωριμία μια καινούρια ζωή ξεκίνησε για την Ζήνα. Έγιναν φίλοι, έκαναν παρέα και τον βοήθησε να κόψει το ποτό. Ύστερα από λίγο καιρό τη ζήτησε σε γάμο. Του εξήγησε την οικογενειακή της κατάσταση και του είπε για τον κακό της σύντροφο καθώς και για το παιδί της. Πήγε ο ίδιος και τον βρήκε. Του έδωσε χρήματα, και χωρίς δυσκολία αυτός δέχτηκε να την αφήσει χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα.
Παντρέφτηκαν και τρεις μήνες μετά το γάμο πήρε αμερικάνικο διαβατήριο. Τότες έμαθε πως ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων και πετρελαιοπηγών σε πολλά μέρη. Τα καθαρά κέρδη ήταν τεράστια.
Όμως τα προβλήματα του αλκοολισμού στιγμάτιζαν της ζωή τους. Πολλές φορές έκανε μήνες σε κλινικές του εξωτερικού για αποθεραπεία. Έβγαινε με ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Και ενώ όλα κυλούσαν καλά, ερχόταν μια νέα κρίση αλκοολισμού. Πάλι κλινικές, και τρεχάματα. Ήταν όμως η σύζυγος του, μαζί και η νοσοκόμα του που ξαγρυπνούσε στο πλευρό του.
Πέρασε δίπλα του χρόνια καθημερινής προσπάθειας και αγωνίας, αλλά ήταν ευχαριστημένη. Εκείνος της είχε χαρίσει μια νέα ζωή. Την είχε σώσει από τη κόλαση και το άγχος της φτώχειας καθώς και από τη μιζέρια της άθλιας ζωής της. Τώρα ήταν μια μεγάλη και σωστή κυρία που ζούσε στα σαλόνια με υπηρέτες και βοηθούς. Με αμάξι, σοφέρ, και μεγάλη υπόληψη στην κοινωνία…, ναι ήταν απόλυτα ευχαριστημένη.
Πολλές φορές που καθόταν στο προσκεφάλι του και μιλούσαν, σκεφτόταν τα παλιά και τούλεγε για τα περασμένα, για τη μεγάλη φτώχεια που γνώρισε και ότι παρακαλούσε το Θεό στις προσευχές της, να μην αφήσει άλλους να περάσουν όσα βάσανα πέρασε η ίδια και είχε μεγάλη πεθυμιά να βοηθήσει φτωχούς συνανθρώπους της.
Ύστερα από καιρό, ο πλούσιος Αμερικάνος σύζυγος της καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε άλλη ζωή, της ανακοίνωσε ότι την κατέστησε απόλυτη κληρονόμο του, πληρεξούσιο της περιουσίας του και μπορούσε ελεύθερα να χρησιμοποιήσει όσα χρήματα ήθελε για φιλανθρωπικούς σκοπούς και δράσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται τα όσα εκατομμύρια θα είχε στη διάθεση της πλέον, πώς να τα ξοδέψει. Δεν αγαπούσε τα χρήματα, δεν ήθελε να έχει τόσα πολλά. Το μυαλό της γύριζε και οι σκέψεις της έτρεχαν σχεδιάζοντας από πού θα ξεκινούσε τις φιλανθρωπίες της. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να ξεκινήσει από τη Χλώρακα, το χωριό εκείνο που άφησε σφραγίδα πάνω της, που της ενέπνευσε την πρώτη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Αυτό το λίγο που της έδωσαν με την αγάπη τους οι άνθρωποι εκεί, ήθελε να τους το ανταποδώσει πολλαπλά. Την σεβάστηκαν, έδωσαν δουλειά και φιλοξενία στην οικογένεια της. Ήταν και εκείνοι άνθρωποι φτωχοί, είχαν ανάγκες και θα τους βοηθούσε.
Ένα καλό ξημέρωμα για την Χλώρακα ήταν εκείνη η μέρα που σταμάτησε μια μεγάλη κούρσα στην πλατεία και κατέβητε από μέσα αεράτη και επιβλητική να φαντάζει σαν βασίλισσα η μεγάλη κυρία. Το νέο μεταδόθηκε αμέσως και όλοι οι κάτοικοι έτρεξαν να αποθαυμάσουν και να καλωσορίσουν την επίσημη πλέον επισκέπτρια. Σαν απλός άνθρωπος και απλοϊκή γυναίκα όπως ήταν σε ολόκληρη τη ζωή της, έτσι συμπεριφέρθηκε. Τους αγκάλιασε με θέρμη και τους ασπάστηκε όλους ένα προς ένα, έδειξε έτσι την αγάπη και την εκτίμηση της προς αυτούς. Ύστερα την παρέλαβαν οι προεστοί και με τον κόσμο να στέκει στα γύρω γεμίζοντας ασφυκτικά την μεγάλη πλατεία, κάθισαν στο καφενείο και ήπιαν τον καφέ τους.
Η φιλανθρωπική της δράση στη Χλώρακα ήταν τεράστια. Αγόρασε εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έκτισε και ανοικοδόμησε εκκλησίες και σχολεία, άνοιξε δρόμους, βοήθησε να κτιστούν σπίτια για φτωχά κοριτσόπουλα, ακόμα βάφτισε μωρά παιδιά που ύστερα τα σπούδασε και τα βοήθησε στην πρωσική τους ανέλιξη.
Όμως η φιλανθρωπική της δράση δεν σταμάτησε στη Χλώρακα. Συνέχισε και στην υπόλοιπη Κύπρο. Μεταξύ των έργων της περιλαμβάνονται η ανέγερση σχολείων, η οικονομική ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, Δήμων και κοινοτήτων, το κτίσιμο εκκλησιών. Δαπάνησε εκατομμύρια λίρες. Χορήγησε σπίτια σε φτωχές οικογένειες και ορφανά, άνοιξε και συντήρησε τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα νεαρών κοριτσιών, σπούδασε παιδιά, επιχορήγησε την κατασκευή αθλητικών σταδίων και σωματίων.
Δικαίως θεωρήθηκε η μεγαλύτερη ίσως ευεργέτιδα της Κύπρου. Η πρωτοφανής φιλανθρωπική της δράση τιμήθηκε κατά καιρούς με διάφορες διακρίσεις. Της έχουν επιδοθεί χρυσά κλειδιά πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει συναντηθεί με εξέχουσες πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες όπως τον Πάπα της Ρώμης και πολλους Πατριάρχες. Απέκτησε μεγάλη φιλία της με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γρίβα Διγενή αφού η δράση της στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955 ηταν μεγάλη.
Ήταν μια θερμή καρδιά γεμάτη καλοσύνη για τον άνθρωπο. Γι αυτή της την καλωσυνη πολλοί την εκμεταλλευτηκαν, αλλα δεν την ενοιαζε. Όποιος ζητούσε βοήθεια την πρόσφερε απλόχερα χωρίς διακρίσεις.
Έλαμπε με μεγαλοπρέπεια, γινόντουσαν δεξιώσεις για χάρη της και μιλούσε όλη η Κύπρος για τις φιλανθρωπίες και την ανθρωπιά της. Ήθελε να σκορπίζει χαρά, γι αυτό εδινε απλοχερα. Ήθελε να σκορπίζει τη χαρά που η ίδια στερήθηκε.    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
 Η Ζήνα Κάνθερ απεβίωσε  το 2012 σε ηλικία 85 ετών. Η κηδεία της ήταν μια σεμνή τελετή χωρίς την πρέπουσα παρουσία της πολιτείας ή όσων ευεργετηθήκαν από αυτήν. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΤΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Το πραγματικό κακό τέλος του Ευάγγελου πατρός της Ζήνας Κάνθερ. (Διήγηση από μια γειτονοπούλα κόρη, που τώρα μεγάλη γυναίκα ενθυμείται τα γεγονότα)
Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.
Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές  τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.
Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα  η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.
Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τι
μωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.
Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς  όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.
Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα  τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.
Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός  που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει. 
Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.
Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.
Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.
Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.
Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.
«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ή­μουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έ­κανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γε­μάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»
Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει τη άφεση, γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;
Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.
Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.
Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον.